- πλουσιωτέρᾳ
- πλουσιωτέρᾱͅ , πλούσιοςwealthyfem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλουσιωτέρα — πλουσιωτέρᾱ , πλούσιος wealthy fem nom/voc/acc comp dual πλουσιωτέρᾱ , πλούσιος wealthy fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτερα — πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέρας — πλουσιωτέρᾱς , πλούσιος wealthy fem acc comp pl πλουσιωτέρᾱς , πλούσιος wealthy fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέραν — πλουσιωτέρᾱν , πλούσιος wealthy fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богатъи — (27) сравн. степ. к богатыи в 1 знач.: Аще оубо не имыи мужь прѣдложень˫а продати. про(д)сть женѣ. того ради вдасть еи даръ. не твердо проданье. аще же продати хотѩ на м(а)лѣ продасть. им же бу(д)ть жена богатѣиши ѡ(т)иметсѩ. (πλουσιωτέρα) КР… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)